- συνέπομαι
- ΜΑ [ἕπομαι]1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν.β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.)2. έχω στενές σχέσεις με κάποιοναρχ.1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.)2. (σχετικά με διατάξεις, επιταγές, ευχές ή επιθυμίες) εφαρμόζω («τῷ νόμῳ ξυνεπόμενος», Πλάτ.)3. παρακολουθώ τη σκέψη κάποιου, αντιλαμβάνομαι το νόημα («ξυνέπομαί πως», Σοφ.)4. φρ. α) «συνέπεσθαι τῷ λόγῳ» — παρακολουθώ τον συλλογισμό κάποιου (Πλάτ.)β) «τὰ τούτοις συνεπόμενα» — τα επακόλουθα τους, τα αποτελέσματά τους (Πλάτ.).
Dictionary of Greek. 2013.